ἐρυθῖνος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A = ἐρυθρῖνος, Henioch.3.3, D.L.8.19, Opp.H.1.97.
German (Pape)
[Seite 1036] ὁ, = ἐρυθρῖνος, Amips. Ath. VI, 271; Opp. H. 1, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠθῖνος: ὁ, ἐρυθρῖνος, Ἠνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 97. - Καθ’ Ἡσύχ. «Ἐρυθῖνοι˙ πόλις καὶ χώρα ἐν Παφλαγονίᾳ. καὶ εἶδος ἰχθύος».
Greek Monolingual
ἐρυθῑνος, ὁ (Α)
βλ. ερυθρίνος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρυθῖνος: ὁ Arst. v. l. = ἐρυθρῖνος.