ἑσμοφύλαξ
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A watcher of a swarm of bees, Gp.15.2.9.
German (Pape)
[Seite 1043] ακος, ὁ, Bienenwärter, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσμοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, φύλαξ μελισσῶν, Γεωπ. 15. 2, 9.
Greek Monolingual
ἑσμοφύλαξ, ὁ (AM)
ο φύλακας μελισσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσμός (I) + φύλαξ.