ἑτοιμοπώλης

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπώλης Medium diacritics: ἑτοιμοπώλης Low diacritics: ετοιμοπώλης Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: hetoimopṓlēs Transliteration B: hetoimopōlēs Transliteration C: etoimopolis Beta Code: e(toimopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A one who keeps such a shop, Demetr. Astrol. in Cat.Cod.Astr.1.106.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπώλης, ὁ (θηλ. ἑτοιμόπωλις) (Α)
ο ιδιοκτήτης ετοιμοπωλείου, αυτός που πουλάει έτοιμα φαγητά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. ελαιο-πώλης, ζυθο-πώλης.