ἔπιλλος
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ον, A leering, squinting, Eust.206.29.
German (Pape)
[Seite 958] blinzelnd, schielend, Eust. Il. 643, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπιλλος: -ον, ὁ διάστροφος τοῖς ὄμμασιν, «ἀλλοίθωρος», Λατ. strabo, Εὐστ. 206, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπιλλος· παράστραβος, ἡσυχῇ διάστροφος. παρὰ τοὺς ἰλλούς, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί».
Greek Monolingual
ἔπιλλος, -ον (Μ)
αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].