ἠχητικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχητικός Medium diacritics: ἠχητικός Low diacritics: ηχητικός Capitals: ΗΧΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ēchētikós Transliteration B: ēchētikos Transliteration C: ichitikos Beta Code: h)xhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A sounding, ringing, Diom.p.497 K., Simp.in de An.142.17, al., Eust.918.19; gloss on βύκτης, EM216.50. Adv. -κῶς Hsch. s.v. καναχηδά.

German (Pape)

[Seite 1180] = ἠχετικός, Schol. Aesch. Ch. 150 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχητικός: -ή, -όν, ἠχῶν, ἦχον παράγων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τοῦτο, Ε. Μ. 216. 50. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. ἐν λ. καναχηδά.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἠχητικός, -ή, -όν ηχώ
αυτός που παράγει ήχο, ηχηρός, ηχογόνος («ηχητικά κύματα»)
νεοελλ.
1. αυτός που ενισχύει τον παραγόμενο ήχο («ηχητικό κιβώτιο»)
2. αυτός που γίνεται με τη βοήθεια του ήχου («ηχητική βυθομέτρηση» — η μέτρηση του βάθους του βυθού τών θαλασσών με την ηχητική μέθοδο)
3. φρ. «ηχητικά σήματα» — σήματα που παράγονται και μεταδίδονται με διάφορες ηχογόνες συσκευές.
επίρρ...
ηχητικώς και -ά (AM ἠχητικῶς)
με χρησιμοποίηση του ήχου.