ἡδυπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 11:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυπρόσωπος Medium diacritics: ἡδυπρόσωπος Low diacritics: ηδυπρόσωπος Capitals: ΗΔΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: hēdyprósōpos Transliteration B: hēdyprosōpos Transliteration C: idyprosopos Beta Code: h(dupro/swpos

English (LSJ)

ον, A of sweet countenance, χόνδρος Matro Conv.102.

German (Pape)

[Seite 1154] mit anmuthigem Gesicht, χόνδρος, bei Ath. IV, 136 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυπρόσωπος: -ον, ἔχων ἡδὺ πρόσωπον, γλυκεῖαν ὄψιν, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 136F.

Greek Monolingual

ἡδυπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά όψη, ευχάριστο πρόσωπο. ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. α-πρόσωπος, δι-πρόσωπος.