Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Full diacritics: ἡνιορράφος | Medium diacritics: ἡνιορράφος | Low diacritics: ηνιορράφος | Capitals: ΗΝΙΟΡΡΑΦΟΣ |
Transliteration A: hēniorráphos | Transliteration B: hēniorraphos | Transliteration C: iniorrafos | Beta Code: h(niorra/fos |
[ᾰ], ὁ, A saddler, Gloss.
ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιο-ρράφος, μηχανο-ρράφος].