ἠχόπους

From LSJ
Revision as of 11:48, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠχόπους Medium diacritics: ἠχόπους Low diacritics: ηχόπους Capitals: ΗΧΟΠΟΥΣ
Transliteration A: ēchópous Transliteration B: ēchopous Transliteration C: ichopous Beta Code: h)xo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος,= Lat. A sonipes, of horses, Eust. 918.20.

German (Pape)

[Seite 1180] ποδος, mit den Füßen lärmend, ἵπποι Eust. Il. 418, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἠχόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, Λατ. sonipes, ἵπποι ἠχόποδες, Εὐστ. 918. 20.

Greek Monolingual

ἠχόπους, -ουν (Μ)
αυτός που παράγει ήχο, κρότο με την κρούση τών ποδών («ἵπποι ἠχόποδες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -πους (< πους), πρβλ. λεπτό-πους, χρυσό-πους].