ἡμιτρής
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ, A half-bored, Choerob.in Theod.1.185.
German (Pape)
[Seite 1170] ῆτος, halb durchbohrt, B. A. 1379.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ τετρημένος, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1379.
Greek Monolingual
ἡμιτρής -ῆτος, ὁ (Μ)
ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τρης (< θ. τρη- του τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ-τρη-μαι), πρβλ. αμφι-τρής].