ἰδιομήκης
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ες, A of their own length, i.e. of the same length each way, of square numbers, Nicom.Ar.2.18.
German (Pape)
[Seite 1236] ες, von eigener Länge; von Zahlen, wie 4 = 2. 2, Nicom. arithm. 2, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιομήκης: -ες, ἐπὶ ἀριθμῶν διπλασιαζομένων, «οἱ τετράγωνοι ὡς γινόμενοι ὑπό τινων ἀριθμῶν μηκυνθέντων τῷ ἰδίῳ μήκει, ταὐτὸν ἔχοντες τὸ πλάτος τῷ μήκει, ἰδιομήκεις ἂν καὶ ταυτομήκεις λέγοιντο, ὡς δὶς δύο» Νικομ. Ἀριθμ. 2. 59.
Greek Monolingual
ἰδιομήκης, -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» — ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης, ισο-μήκης].