ἰσόπλευρος
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ον, A with equal sides, πλαίσιον X.An.3.4.19, etc.: freq. in Geom., equilateral, τρίγωνον Pl.Ti.54a, 54e; ἐπίπεδον ib.55e; τετράγωνον Plb.6.31.10. II of numbers, square, opp. ἑτερομήκης, Pl.Tht.148a, Arist.APo.73a40. Adv. -πλεύρως Nicom.Ar.2.13. III Rhet., of periods, Hermog. Inv.4.3.
German (Pape)
[Seite 1266] gleichseitig; τρίγωνα Plat. Tim. 54 e; Euclid.; τετράγωνον Pol. 6, 31, 10; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπλευρος: -ον, ἔχων ἴσας τὰς πλευράς, ἰσόπλευρον τρίγωνον Πλάτ. Τίμ. 54Α, Ε· ἐπίπεδον ἰσόπλευρον ἰσοπλεύρου αὐτόθι 55Ε. ΙΙ. ἐπὶ ἀριθμῶν, τετράγωνος, ἀντίθετον τῷ ἑτερομήκης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 147Ε, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόπλευρος, -ον) αυτός που έχει όλες τις πλευρές του ίσες («ισόπλευρο τρίγωνο»)
αρχ.
1) (για αριθμό) τετράγωνος
2) (ρητ.) (για περιόδους) με ίσο μήκος.
επίρρ...
ἰσοπλεύρως (Α)
με ισόπλευρο τρόπο, με τετράγωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. αρτιό-πλευρος, χρυσό-πλευρος].
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπλευρος:
1) равносторонний (τρίγωνον, ἐπίπεδον Plat.; τετράγωνον Arst., Polyb.; πεντάγωνον Plut.);
2) мат. возведенный во вторую степень, квадратный (ἀριθμός Plat., Arst.).