ἴντυβος

From LSJ
Revision as of 12:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴντῠβος Medium diacritics: ἴντυβος Low diacritics: ίντυβος Capitals: ΙΝΤΥΒΟΣ
Transliteration A: íntybos Transliteration B: intybos Transliteration C: intyvos Beta Code: i)/ntubos

English (LSJ)

ὁ, (A ἴντουβος Edict.Diocl.6.3) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also ἰντῠβολάχᾰνον, τό, [Id.] 14.321.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβοςίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].

Frisk Etymological English

See also: s. ἔντυβον