Ἱππομέδων

From LSJ
Revision as of 12:19, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἱππομέδων Medium diacritics: Ἱππομέδων Low diacritics: Ιππομέδων Capitals: ΙΠΠΟΜΕΔΩΝ
Transliteration A: Hippomédōn Transliteration B: Hippomedōn Transliteration C: Ippomedon Beta Code: *(ippome/dwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, A horse-ruler, as a pr. n., A., etc. [In Th.488, with the 2nd syll. long, metri gr.]

Greek (Liddell-Scott)

Ἱππομέδων: -οντος, ὁ, ἡγεμὼν ἵππων, ἱππικοῦ, ὡς κύριον ὄνομα, Αἰσχύλ., κλ. Ἐν Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβ. 488, μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ὡς εἰ ἦν, Ἱππομμέδοντος, πρβλ. Παρθενοπαῖος.

Greek Monolingual

Ἱππομέδων, ὁ (Α)
ως κύριο όν. ηγεμόνας, αρχηγός ιππικού («Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τύπος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο(ο)- + -μέδων (< μέδω «κυβερνώ»), πρβλ. Αυτο-μέδων, Λαο-μέδων].

Russian (Dvoretsky)

Ἱππομέδων: οντος ὁ Гиппомедонт (один из «семерых против Фив») Aesch., Soph.