ὀδονταλγία
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
ἡ, A toothache, Id.3.19 (pl.), Poll.2.96, Gal.10.82, al.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, das Zahnweh, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδονταλγία: ἡ, ὀδοντόπονος, Πολυδ. Β΄, 96, Διοσκ. 3. 22.
Greek Monolingual
η (Α ὀδονταλγία) οδονταλγώ
πόνος οδοντικής προέλευσης, πονόδοντος.