ὀλιγώρημα

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγώρημα Medium diacritics: ὀλιγώρημα Low diacritics: ολιγώρημα Capitals: ΟΛΙΓΩΡΗΜΑ
Transliteration A: oligṓrēma Transliteration B: oligōrēma Transliteration C: oligorima Beta Code: o)ligw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A act of negligence, Arist.VV1251b22.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιγώρημα: τό, πρᾶξις περιφρονήσεως, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 7, 6.

Greek Monolingual

το (Α ὀλιγώρημα) ολιγωρώ
νεοελλ.
αμέλεια που παρατηρείται μόνο μία φορά
αρχ.
πράξη περιφρόνησης.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγώρημα: ατος τό Arst. = ὀλιγωρία.