ὀνηγός
From LSJ
Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn
English (LSJ)
ὁ, A v. ὀναγός.
German (Pape)
[Seite 346] ὁ, Eselführer. S. ὀναγός.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνηγός: ὁ, ἴδε ὀναγός.
Greek Monolingual
ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός)
οδηγός όνου, ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].