ὀνηγός

From LSJ
Revision as of 12:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνηγός Medium diacritics: ὀνηγός Low diacritics: ονηγός Capitals: ΟΝΗΓΟΣ
Transliteration A: onēgós Transliteration B: onēgos Transliteration C: onigos Beta Code: o)nhgo/s

English (LSJ)

ὁ, A v. ὀναγός.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, Eselführer. S. ὀναγός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηγός: ὁ, ἴδε ὀναγός.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός)
οδηγός όνου, ονηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].