ὀλιγώρησις
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
εως, ἡ, A = ὀλιγωρία, ib.1251a5 (pl.), Them.Or.10.136a.
German (Pape)
[Seite 322] ἡ, Geringschätzung, Vernachlässigung, Themist. or. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγώρησις: ἡ, = ὀλιγωρία, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 6, 2. Θεμίστ. 136Α.
Greek Monolingual
ὀλιγώρησις, ἡ (Α) ολιγωρώ
αδιαφορία, παραμέληση.
Russian (Dvoretsky)
ὀλιγώρησις: εως ἡ Arst. = ὀλιγωρία.