ὀρθόπλοος
From LSJ
English (LSJ)
ον, contr. ὀρθό-πλους, ουν, A sailing prosperously: metaph., successful, Hippod. ap.Stob.4.39.26.
German (Pape)
[Seite 375] zsgzn -πλους, gradaus-, glücklich schiffend, gute Schifffahrt habend, übertr., guten Fortgang habend, glücklich, βίος, Hippodam. bei Stob. fl. 103, 26 M.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὁ κατ’ εὐθεῖαν πλέων, ἔχων καλὸν πλοῦν, μεταφορ. ἐπιτυχής, Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 554, 52, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 190.