ὀρθόπνοια
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
English (LSJ)
ἡ, A breathing only in an upright posture, orthopnoea, a symptom of various diseases, Hp.Prog.23, Acut.17.
German (Pape)
[Seite 375] ἡ, das grade, aufrechte Athmen, eine Art Engbrüstigkeit, bei der man nur grade sitzend oder stehend athmen kann, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθόπνοια: ἡ, εἶδος δυσπνοίας ἢ ἄσθματος, καθ’ ὃ μόνον ὄρθιός τις ἱστάμενος δύναται νὰ ἀναπνέῃ, Ἱππ. Προγν. 45, π. Διαίτ. Ὀξ. 386, πρβλ. Foes Oecon.
Greek Monolingual
η (Α ὀρθόπνοια) ορθόπνους
βαρύτατη μορφή δύσπνοιας η οποία επιτρέπει την αναπνοή μόνον σε όρθια ή καθιστή στάση.