ὀφεωπλόκαμος
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ον, A with serpent hair, Corn.ND10 (dub. l.), PMag.Par.1.2863 (written ὀφεο-), Eust.716.57.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφεωπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους ἐξ ὄφεων, τὴν Γοργόνα οἶδα καὶ ὀφεωπλόκαμον Εὐστ. 716. 57.
Spanish
Greek Monolingual
ὀφεωπλόκαμος, -ον (ΑΜ, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, -ον)
βλ. οφιοπλόκαμος.