οφιοπλόκαμος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀφιοπλόκαμος και ὀφεωπλόκαμος, -ον, Α δ. γρφ. ὀφεοπλόκαμος, -ον)
αυτός που έχει οφιοειδείς πλοκάμους ή αυτός που έχει πλοκάμους που αποτελούνται από φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος / -εως / -εος + πλόκαμος.