μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: ὁλόμαζος | Medium diacritics: ὁλόμαζος | Low diacritics: ολόμαζος | Capitals: ΟΛΟΜΑΖΟΣ |
Transliteration A: holómazos | Transliteration B: holomazos | Transliteration C: olomazos | Beta Code: o(lo/mazos |
ον, A whole, entire, Hero *Stereom.1.59.
ὁλόμαζος, -ον (Α)
ολόκληρος, πλήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μαζος (< μᾶζα), πρβλ. μεγαλό-μαζος].