ὀφρυάζω
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
(ὀφρῦς) A signify anything with the eyebrows, Amips. 36. II to be haughty, supercilious, Phryn.PSp.93B., Procop. Goth.4.11,28, Arc.16, Suid.
German (Pape)
[Seite 428] die Augenbrauen zusammenziehen und damit winken, VLL.; auch als Ausdruck des Hochmuths, Sp., vgl. Suid. u. B. A. 53, 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφρυάζω: (ὀφρὺς) ταῖς ὀφρύσι νεύω, ποιῶ σημεῖον ἢ νεῦμα διὰ τῶν ὀφρύων, Ἀμειψίας ἐν Ἀδήλ. 8· ἴδε Πολυδ. Β΄, 50· - «ὀφρυάζειν: τὸ τὰς ὀφρῦς ἐπαίρειν καὶ ἀποσεμνύνεσθαι» Α. Β. 53, 29· - κατὰ Φώτ.: «ὀφρυάζειν: τὸ συνάγειν τὰς ὀφρῦς», καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρυάζε(ι)· ταῖς ὀφρύσι νεύει».
Greek Monolingual
ὀφρυάζω (Α) οφρύς
1. κάνω νεύμα με τα φρύδια μου
2. κοιτάζω υπεροπτικά σηκώνοντας τα φρύδια μου
3. συνοφρυώνομαι.