ὀρυγμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A = ὄρυγμα, excavation, trench, ditch, moat, tunnel, mine, pit Inscr.Prien.363.18 (iv B. C.). II ὄρυγμος· βρυχόμενος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 388] ὁ, als Stammform zu ὀρυμαγδός von den Gramm. angenommen.
Greek Monolingual
ὀρυγμός, ὁ (Α) ορύσσω
βαθιά σκαμμένο μέρος του εδάφους, όρυγμα.