ὑδρευτικός

From LSJ
Revision as of 13:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρευτικός Medium diacritics: ὑδρευτικός Low diacritics: υδρευτικός Capitals: ΥΔΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hydreutikós Transliteration B: hydreutikos Transliteration C: ydreftikos Beta Code: u(dreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for watering, ὄργανα Alex.Polyh. ap. Eus.PE9.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὕδρευσιν, ὄργανα Ἀλέξ. Πολυΐστ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 432Β.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδρευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑδρευτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύδρευση («υδρευτικό δίκτυο»)
2. ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για ύδρευση
αρχ.
αρδευτικός.