ὑπερεκχέω
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A pour out over, metaph., εἰς τὴν ἐπαρχίαν τὰς τιμάς J.BJ1.21.4:—Pass., overflow, LXX Jl.2.24, D.S.11.89, Ph.1.362, Ael.NA12.41, etc.:—also ὑπερεκ-χύνομαι in Ev.Luc.6.38; fut. -χυθήσομαι v.l. in LXX Jl.2.24.
German (Pape)
[Seite 1194] (s. χέω), darüber ausgießen, Ael. H. A. 12, 41.
French (Bailly abrégé)
répandre par-dessus ; Pass. déborder et se répandre.
Étymologie: ὑπέρ, ἐκχέω.
Greek Monolingual
Α ἐκχέω
(κυρίως παθ.) ὑπερεκχέομαι
(για υγρό) ξεχειλίζω υπέρμετρα.