ὑπερθορεῖν
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
ὑπερθετ-θορέομαι, A v. ὑπερθρῴσκω.
German (Pape)
[Seite 1196] aor. II. zu ὑπερθρώσκω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθορεῖν: -θορέομαι, ἴδε ὑπερθρώσκω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ὑπερθρῴσκω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθορεῖν: inf. aor. 2 к ὑπερθρῴσκω.