ὠνητικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητικός Medium diacritics: ὠνητικός Low diacritics: ωνητικός Capitals: ΩΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ōnētikós Transliteration B: ōnētikos Transliteration C: onitikos Beta Code: w)nhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inclined to buy: Adv. -κῶς, ἔχειν Ph.2.465, al.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος ὅπως ἀγοράσῃ.-Ἐπιρρ., ὠνητικῶς ἔχειν Φίλων 2. 537, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΝΑ ὠνητής
αυτός που έχει την τάση να αγοράζει συχνά.
επίρρ...
ὠνητικῶς Α
με ωνητικό τρόπο, με αγορά.