ῥαγόεις
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
εσσα, εν, (ῥαγή) A torn, rent, burst, δέρος Nic.Th.821.
German (Pape)
[Seite 830] εσσα, εν, aufgerissen, rissig, aufgesprungen, Nic. Ther. 821.
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰγόεις: εσσα, εν, (ῥαγὴ) διερρωγώς, ῥαγόεν δέρος, τὸ διερρωγός, Νικ. Θηρ. 821.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α ῥάγος
αυτός που είναι γεμάτος ρήγματα, γεμάτος ρωγμές.