ῥοπαλισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A priapism, Ar.Lys.553 (pl.).
German (Pape)
[Seite 849] ὁ, das Schlagen mit der Keule; übertr., die Spannung des männlichen Gliedes, Ar. Lys. 553.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοπᾰλισμός: πριαπισμός, «ἡ τάσις τοῦ αἰδοίου, ὁ τέτανος» (Σουΐδ. ἐν λ. ῥοπαλίζει), Ἀριστοφ. Λυσ. 553.
Greek Monolingual
ὁ, Α ῥοπαλίζω
η στύση του πέους.
Russian (Dvoretsky)
ῥοπᾰλισμός: ὁ эрекция Arph.