μυλωθρικός

From LSJ
Revision as of 15:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠλωθρικός Medium diacritics: μυλωθρικός Low diacritics: μυλωθρικός Capitals: ΜΥΛΩΘΡΙΚΟΣ
Transliteration A: mylōthrikós Transliteration B: mylōthrikos Transliteration C: mylothrikos Beta Code: mulwqriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for a miller, σκεύη Plu.2.159c. II -κόν, τό, tax on milling, IG2.860.

German (Pape)

[Seite 217] den Müller betreffend, σκεύη, Mühlgeräthschaften, Plut. sept. sap. conv. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μῠλωθρικός: -ή, -όν, κατάλληλος διὰ μυλωθρὸν ἢ διὰ μύλον, Πλούτ. 2. 159D.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de meule ou de moulin.
Étymologie: μυλωθρός.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α μυλωθρικός, -ή, -όν) μυλωθρός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυλωθρό
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυλωθρικόν
φόρος για το άλεσμα.

Russian (Dvoretsky)

μῠλωθρικός: мельничный, мукомольный (σκευή Plut.).