ἑκτεύς
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
έως, ὁ, (ἕκτος) A the sixth part (sextarius) of the μέδιμνος, πυρῶν, κριθέων, Schwyzer 725 (Milet., vi B.C.), cf.IG12.76.6, Ar.Ec. 547, Men.91.
German (Pape)
[Seite 781] ὁ, der sechste Theil des μέδιμνος, sextarius; Ar. Eccl. 547; Ath. VI, 235 c; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκτεύς: έως, ὁ (ἕκτος) τὸ ἓν ἕκτον (sextarius) τοῦ μεδίμνου, Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 9, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 547, Μένανδ. ἐν «Βοιωτίᾳ» 4.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
setier, mesure att. pour les matières sèches valant 32 cotyles ou un sixième de médimne.
Étymologie: ἕκτος.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
metrol. hecteo, sexto medida ática para áridos, sexta parte del medimno πυρῶν Milet 1(3).31a.9 (VI a.C.), Ar.Ec.547, κριθέων Milet l.c., cf. IG 13.78.6 (V a.C.), ἀλφίτων SEG 50.168A.45 (Maratón IV a.C.), cf. Men.Fr.93, Poll.1.246.
Greek Monolingual
ἑκτεύς, ο (Α)
μέτρο σιτηρών κ.ά. ξηρών καρπών ίσο με το ένα έκτο του μεδίμνου.
Russian (Dvoretsky)
ἑκτεύς: [ἕξ] ὁ гектей (1/6 медимна, приблиз. 8.75 л) Arph.