λιμενήοχος

From LSJ
Revision as of 10:50, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐμενήοχος Medium diacritics: λιμενήοχος Low diacritics: λιμενήοχος Capitals: ΛΙΜΕΝΗΟΧΟΣ
Transliteration A: limenḗochos Transliteration B: limenēochos Transliteration C: limeniochos Beta Code: limenh/oxos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) A closing in the harbour, ἄκρη A.R.2.965.

Greek (Liddell-Scott)

λῐμενήοχος: -ον, (ἔχω) ὁ περικλείων τὸν λιμένα, ἄκρη Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 965.

Greek Monolingual

λιμενήοχος, -ον (Α)
αυτός που περιέχει, που περικλείει τον λιμένα («λιμενήοχος ἄκρη», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμήν, -ένος + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών) + -οχος (< ἔχω), πρβλ. γαιή-οχος, νή-οχος].