ἀγαθοποιία
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἡ, = ἀγαθοποίησις, well-doing 1 Ep.Pet.4.19, al. II propitious influence, Vett.Val.164.17, Ptol.Tetr. 38.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθοποιία: ἡ, τὸ νὰ πράττῃ τις τὸ ἀγαθόν, Πέτρ. Α΄, δ΄, 19.
Middle Liddell
[from ἀγαθοποιός
well doing, NTest.