απίσχνανση

From LSJ
Revision as of 21:31, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η
απίσχνανση ή απίσχνανσις (ἀπίσχνανσις) το αδυνάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απισχναίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Δ. Πέτρινη].