λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 1100] οἱ, αἱ, τέτταρα, τά, att. statt τέσσαρες, vier.
att. c. τέσσαρες.
Α(αττ. τ.) βλ. τέσσερεις.