δίκταμνο

From LSJ
Revision as of 21:09, 14 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η)
το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο
το επίθημα -αμ(ν)ο πιθ. είναι αιγαιακής προελεύσεως (πρβλ. σφένδαμνος, κάρδαμον)].