Φόρκος

From LSJ
Revision as of 10:24, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395

Greek (Liddell-Scott)

Φόρκος: ὁ, = Φόρκυς, Πινδ. Π. 12. 24, Σοφ. Ἀποσπ. 407. ΙΙ. = Ἔρεβος, Λατ. Orcus, Φανοκλ. 1. 20, καὶ αὐτόθι Bach.· ἴδε Müller Orchom. σ. 155, Welcker Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 383, πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.

English (Slater)

Phorcus, Phorcys, father of the Gorgons and Graiai. ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος (sc. Περσεύς) (P. 12.13) ]Φόρκοιο, σύγγονον πατέρων (cf. v. 5, πατέρα Γοργόνων) Δ. 1. 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
μυθ.
1. ο Φόρκυς
2. ο τόπος όπου πήγαιναν οι νεκροί, κατοικούσαν οι Ερινύες και η Περσεφόνη και φυλακίζονταν αιώνια οι ασεβείς, το Έρεβος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. φορκός.

Russian (Dvoretsky)

Φόρκος: ὁ Pind., Soph. = Φόρκυς.