ξυστιδωτός
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
(sc. χιτών), ὁ, (ξυστίς II) A garment with ornament in strigil form (†), IG22.1514.11.
German (Pape)
[Seite 283] ein Kleid, wie ξυστίς, Inscr. 155.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστιδωτός: ὁ, = ξυστίς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 13.
Greek Monolingual
ξυστιδωτός, ὁ (Α)
(ενν. χιτών) ένδυμα με κυματοειδείς διακοσμήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστίς, -ίδος «πολυτελές ένδυμα» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αλυσιδ-ωτός, λεπιδ-ωτός)].