νυκτοφυλακή
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ, = νυκτοφυλακία (night-watch), v. νυκτοφυλακέω.
Greek Monolingual
και νυχτοφυλακή, η (Α νυκτοφυλακή)
νυχτερινή φρουρά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών στρατιωτών που αποτελούν τη νυχτερινή φρουρά
2. υπηρεσία που φρουρεί έναν τόπο ή εποπτεύει στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + φυλακή.