πασιφανής

From LSJ
Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱσῐφᾰνής Medium diacritics: πασιφανής Low diacritics: πασιφανής Capitals: ΠΑΣΙΦΑΝΗΣ
Transliteration A: pasiphanḗs Transliteration B: pasiphanēs Transliteration C: pasifanis Beta Code: pasifanh/s

English (LSJ)

ές, = πασιφαής (shining on all), Ἀρετά shining Virtue, B. 12.176.

German (Pape)

[Seite 531] ές, = παμφανής, Allen sichtbar, Nonn. Io. 12, 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος.
επίρρ...
πασιφανώς Ν
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασιφανής -ές [πᾶς, φαίνω] voor iedereen zichtbaar.