αὐτομόλησις
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
εως, ἡ, = αὐτομολία (desertion), Ph. 1.272 ; rejected by Thom.Mag. p. 128R.
German (Pape)
[Seite 399] ἡ, von Thom. Mag. für schlechter erkl. als das folgde.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομόλησις: -εως, ἡ, = αὐτομολία, Τζέτζ. Μεθ’ Ὅμ. 533, 573 ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ Θ. Μαγίστρου 128.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ deserción Ph.1.272.