λαρνακοφθόρος
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
English (LSJ)
ον,
A killing in a box or chest, Lyc.235.
German (Pape)
[Seite 16] im Kasten vernichtend, tödtend (oder λαρνακόφθορος, im Kasten getödtet, ἐν λάρνακι ἐφθαρμένος, Schol.), ῥιφαί, Lycophr. 235.
Greek Monolingual
λαρνακοφθόρος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει μέσα σε λάρνακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. λαο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.