λαμπροειδής
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ές,
A bright-looking, v.l. for λαμπρός in Gal.UP8.6.
German (Pape)
[Seite 12] ές, glänzend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαμπροειδής: -ές, ὁ λαμπρὸς φαινόμενος, Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
-ές (Α λαμπροειδής, -ές) λαμπρός
αυτός που φαίνεται λαμπρά, καθαρά.