ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: σανδύκιον | Medium diacritics: σανδύκιον | Low diacritics: σανδύκιον | Capitals: ΣΑΝΔΥΚΙΟΝ |
Transliteration A: sandýkion | Transliteration B: sandykion | Transliteration C: sandykion | Beta Code: sandu/kion |
τό, = σάνδυξ (bright red colour, a kind of salve) I. 1 or 3, σαντοικίου (sic) καὶ ψιμυθίου PLips. 102 ii 2 (iv AD).
τὸ, Α σάνδυξ, -υκος]
1. λαμπερό ερυθρό χρώμα
2. είδος αλοιφής.