ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Full diacritics: ὀρφνώδης | Medium diacritics: ὀρφνώδης | Low diacritics: ορφνώδης | Capitals: ΟΡΦΝΩΔΗΣ |
Transliteration A: orphnṓdēs | Transliteration B: orphnōdēs | Transliteration C: orfnodis | Beta Code: o)rfnw/dhs |
ες, = ὀρφνός (dark, dusky), Hp. Prog. 24, Adam. Vent. 33 ; χολή Gal. 17 (2).129.
[Seite 389] ες, schwärzlich, Hippocr.
ὀρφνώδης: -ες, (εἶδος) σκοτεινός, μελαψός, Ἱπποκρ. Προγν. 45, κτλ.
ὀρφνώδης, -ῶδες όρφνη
(Α) σκοτεινός, σκούρος.