κατάρροια

From LSJ
Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρροια Medium diacritics: κατάρροια Low diacritics: κατάρροια Capitals: ΚΑΤΑΡΡΟΙΑ
Transliteration A: katárroia Transliteration B: katarroia Transliteration C: katarroia Beta Code: kata/rroia

English (LSJ)

ἡ, = καταρροή (flowing down, running down, defluxion), Aq. Ps. 77 (78).44. = κατάρροος II, Arr. Epict. 1.26.16, Plu. 2.128a, prob. in Cass.Fel. 34.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. ΙΙ. = κατάρροος ΙΙ, στρόφοι καὶ κατάρροιαι καὶ πυρετοὶ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 26, 16, Πλούτ. 2. 128Α.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.

Greek Monolingual

κατάρροια, ἡ (Α)
1. η ροή προς τα κάτω
2. το συνάχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρροια (< ῥοῖα < ῥέω), πρβλ. διά-ρροια, παλί-ρροια].

Russian (Dvoretsky)

κατάρροια: ἡ мед. истечение, катар Plut.