νωχέλεια

From LSJ
Revision as of 10:37, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωχέλεια Medium diacritics: νωχέλεια Low diacritics: νωχέλεια Capitals: ΝΩΧΕΛΕΙΑ
Transliteration A: nōchéleia Transliteration B: nōcheleia Transliteration C: nocheleia Beta Code: nwxe/leia

English (LSJ)

v. νωχελία.

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. νωχελία.

Greek (Liddell-Scott)

νωχέλεια: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, Ἡσύχ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114.

Greek Monolingual

η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη νωχελής
η ιδιότητα του νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία.