νωχέλεια
From LSJ
English (LSJ)
v. νωχελία.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Faulheit, VLL, S. νωχελία.
Greek (Liddell-Scott)
νωχέλεια: ἡ, ὀκνηρία, νωθρότης, Ἡσύχ.· ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· νωχαλία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 114.
Greek Monolingual
η (Α νωχέλεια και νωχελία και νωχελίη νωχελής
η ιδιότητα του νωχελούς, έλλειψη ενεργητικότητας, νωθρότητα και αμεριμνησία.