κλάλιον
From LSJ
ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world
Full diacritics: κλάλιον | Medium diacritics: κλάλιον | Low diacritics: κλάλιον | Capitals: ΚΛΑΛΙΟΝ |
Transliteration A: klálion | Transliteration B: klalion | Transliteration C: klalion | Beta Code: kla/lion |
v. κλανίον.
κλάλιον, το (Α)
κλανίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. του κλανίον ή ίσως για άλλο τύπο του κατ' επίδραση του ψέλιον.