ἑψάω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
v. ἕψω.
German (Pape)
[Seite 1132] = ἕψω, zw., bei D. Sic. 4, 84 ist ἑψῶντες von Dindorf in ἕψοντες aus Euseb. geändert.
Greek Monolingual
ἑψάω (Α)
δ. τ. του ἕψω.
Russian (Dvoretsky)
ἑψάω: Diod. v. l. = ἕψω.